ημερώνομαι

ημερώνομαι
ημερώνομαι, ημερώθηκα, ημερωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθημερώ — καθημερῶ, όω (Α) 1. καταπραΰνω, γαληνεύω, ημερεύω («καθημερῶ τὴν ψυχήν», Πορφ.) 2. μέσ. καθημεροῡμαι, όομαι κατευνάζω, καθησυχάζω 3. παθ. (για ζώα) εξημερώνομαι, ημερώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἡμερ ῶ (< ἥμερος)] …   Dictionary of Greek

  • ημερώνω — ημερώνω, ημέρωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: ημερώνω : χρησιμοποιείται και με την έννοια του ημερώνομαι (→ γίνομαι ήμερος ή καταπραΰνομαι, μαλακώνω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”